- ὑπασπίζων
- ὑπασπίζωserve as shield-bearerpres part act masc nom sgὑπασπίζωserve as shield-bearerpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπασπίζω — Α κρατώ την ασπίδα κάποιου, είμαι υπασπιστής κάποιου («ὑπασπίζων πατρί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀσπίζω «προστατεύω»] … Dictionary of Greek